Αρχική Σελίδα » Προσωπικά Δεδομένα

Η εταιρεία ταχυμεταφορών ΤΑΒΛΑΡΙΔΗΣ ΜΟΝ.ΙΚΕ είναι μια επιχείρηση courier στην  Θεσσαλονίκη.

Οι βασικές ταχυδρομικές υπηρεσίες είναι οι εξής:

 

  1. Η παραλαβή των ταχυδρομικών αντικειμένων από τον αποστολέα

 Το προσωπικό της ΤΑΒΛΑΡΙΔΗΣ ΜΟΝ.ΙΚΕ  οφείλει να συμπεριφέρεται με την προσήκουσα ευγένεια προς το καταναλωτικό κοινό και να παρέχει πληροφορίες και υπηρεσίες με ακρίβεια, σαφήνεια και αίσθημα ευθύνης.

Ξεκινώντας την διαδικασία της παραλαβής του δέματος, ελέγχεται από τον courier ή την ρεσεψιόν του καταστήματος, η ταυτότητα του αποστολέα και κατόπιν στο ΣΥ.ΔΕ.ΤΑ συμπληρώνονται τα πλήρη στοιχεία του αποστολέα και του παραλήπτη, ζητάμε από τον αποστολέα να μας διευκρινίσει το περιεχόμενο του φακέλου ή του δέματος και για οποιαδήποτε αμφιβολία ζητάμε από τον αποστολέα να ανοίξει το δέμα για να ελέγχει το περιεχόμενο του. Διευκρινίζουμε  στον αποστολέα  ότι η «ΤΑΒΛΑΡΙΔΗΣ ΜΟΝ. ΙΚΕ», δεν αναλαμβάνει την διεκπεραίωση των κάτωθι αντικειμένων και εγγράφων: χρήματα, συνάλλαγμα, χρυσό, πολύτιμα μέταλλα και λίθοι, αρχαιότητες, έργα τέχνης, λαχεία , μετοχές, ομόλογα, ευπαθή τρόφιμα. Τέλος αν είναι περίοδος έκτακτης ανάγκης, ενημερωνόμαστε από την αρμόδια υπηρεσία για την αποφυγή μεταφοράς επικινδύνων δεμάτων. 

  1. Η διαλογή των ταχυδρομικών αντικειμένων στα κέντρα διαλογής

Η διαλογή των δεμάτων γίνεται πάντα σε ειδικό κλειστό χώρο από εξουσιοδοτημένους υπάλληλους της επιχείρησης.Εχουμε τοποθετήσει κ ρολά ασφαλείας για την αποφυγή οποιασδήποτε παραβίασης.

  Σε κάθε περίπτωση η ΤΑΒΛΑΡΙΔΗΣ ΜΟΝ. ΙΚΕ  και το προσωπικό της απαγορεύεται να παρέχουν οποιαδήποτε πληροφορία που υποπίπτει στην αντίληψή τους από τη διαχείριση των ταχυδρομικών πραγμάτων σε κάθε μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή να παρέχουν τη δυνατότητα σε αυτό να έχει πρόσβαση στην πληροφορία αυτή.

  1. Η επίδοση των ταχυδρομικών αντικειμένων  στον παραλήπτη.

          Οι courier λαμβάνουν κάποια αποτρεπτικά μέτρα για την προστασία του πολίτη: απαραίτητη υποχρέωση τους είναι να κλειδώνουν το κουτί στο μηχανάκι τους ή το αυτοκίνητο μέσα στο οποίο μεταφέρουν τα ταχ. αντικείμενα. Είναι υποχρεωμένοι να αναφέρουν στον υπεύθυνο της επιχείρησης   τυχόν απώλεια λουκέτου ή βλάβη της κλειδαριάς ούτως ώστε να αντικατασταθεί αμέσως.   Η ΤΑΒΛΑΡΙΔΗΣ ΜΟΝ. ΙΚΕ  και το προσωπικό της υποχρεούται να τηρούν εχεμύθεια και το απόρρητο της ταχυδρομικής επικοινωνίας, σύμφωνα με το νόμο και τις υποδείξεις των αρμοδίων αρχών, ιδίως της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.)

και της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Η ΤΑΒΛΑΡΙΔΗΣ ΜΟΝ. ΙΚΕ  και το προσωπικό της οφείλουν να τηρούν την εκάστοτε εγκεκριμένη από την εταιρεία και την ΑΔΑΕ Πολιτική Διασφάλισης Απορρήτου των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών (ΠΔΑΤΥ).

 Πολιτική Ασφαλείας των ταχυδρομικών υπηρεσιών

Προϋπόθεση για τη διασφάλιση του απορρήτου των ταχυδρομικών υπηρεσιών είναι η λήψη επαρκών μέτρων ασφαλείας κατά την παροχή των υπηρεσιών αυτών. Για το σκοπό αυτό, κάθε ταχυδρομική Επιχείρηση μεριμνά για την εκπόνηση και την εφαρμογή Πολιτικής ασφαλείας των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών.

Η ασφάλεια κατά την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών συνιστάται στην εξασφάλιση συνθηκών αποτρεπτικών της οποιασδήποτε παραβίασης, απώλειας, παράνομης ιδιοποίησης, αλλοίωσης του περιεχομένου του ταχυδρομικού αντικειμένου, καθώς και στην αποφυγή μεταφοράς επικίνδυνων αντικειμένων ή απαγορευμένων ουσιών.

Οι ταχυδρομικές επιχειρήσεις οφείλουν να τηρούν τους κανονισμούς της Παγκόσμιας Ταχυδρομικής ένωσης σε ότι αφορά τη μεταφορά επικίνδυνων ταχυδρομικών αντικειμένων και απαγορευμένων ουσιών.

Η Πολιτική Ασφαλείας των ταχυδρομικών Υπηρεσιών δεν θα πρέπει να παρεμποδίζει την εύκολη πρόσβαση των χρηστών σε σταθερά σημεία του ταχυδρομικού δικτύου, τη συχνή συλλογή και διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων και την ομαλή λειτουργία των ταχυδρομικών υπηρεσιών.

Σε περίπτωση διαπίστωσης έκτακτου και ιδιαίτερα σοβαρού κινδύνου που απειλεί τη δημόσια υγεία ή ασφάλεια, οι ταχυδρομικές επιχείρησης δύνανται να λαμβάνουν έκτακτα μέτρα ασφαλείας, τα οποία γνωστοποιούνται στην ΑΔΑΕ. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν:

α) Προσκόμιση ανοικτών των αντικειμένων πάχους άνω των 6,35mm.

β) Έλεγχο ταυτότητας του αποστολέα ή του κομιστή, και αναγραφή των στοιχείων τους στο στέλεχος της απόδειξης παραλαβής του αντικειμένου στις περιπτώσεις συστημένων και γενικά αντικειμένων που παραδίδονται στα χέρια του παραλήπτη.

γ) Άρνηση παραλαβής και διαχείρισης αντικειμένων τα οποία δεν φέρουν ονοματεπώνυμο αποστολέα.   

 

Ευάλωτα σημεία

Οι ταχυδρομικές επιχειρήσεις διαπιστώνουν τα σημεία της διαδικασίας διαχείρισης των ταχυδρομικών αντικειμένων, τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας και ενίσχυσης αναφορικά με τη διαφύλαξη του απορρήτου και της ασφάλειας των ταχυδρομικών υπηρεσιών, και λαμβάνουν  τα αντίστοιχα μέτρα. Τα ευάλωτα σημεία εντοπίζονται κυρίως:

α) Στα σημεία κατάθεσης των αντικειμένων, και ειδικότερα, στα κατά τόπους γραφεία των Ταχυδρομικών Επιχειρήσεων και στα υπαίθρια γραμματοκιβώτια ή γραμματοθυρίδες.

Ως προς τα εξουσιοδοτημένα κατά τόπους γραφεία παραλαβής ταχυδρομικών αντικειμένων, οι Ταχυδρομικές Επιχειρήσεις οφείλουν να τα στελεχώνουν με προσωπικό ιδιαίτερα ενημερωμένο και ευαισθητοποιημένο σε θέματα απορρήτου, ικανό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και στους όρους τήρησης της ΠΔΑΤΥ.

 Ως προς τα υπαίθρια γραμματοκιβώτια, οι Ταχυδρομικές Επιχειρήσεις οφείλουν να μεριμνούν ώστε η κατασκευή τους να εξασφαλίζει αφενός τη στεγανότητα και την ανθεκτικότητα τους στις καιρικές συνθήκες, και αφετέρου το απαραβίαστο από οποιονδήποτε τρίτο που αποπειράται να αφαιρέσει ή καταστρέψει τα ταχυδρομικά αντικείμενα.

β) Στα σημεία εναπόθεσης των ταχυδρομικών αντικειμένων στους χώρους των Ταχυδρομικών Επιχειρήσεων για περαιτέρω διαχείριση (διαλογή, μεταφορά, διανομή). Στα σημεία αυτά οι Ταχυδρομικές Επιχειρήσεις οφείλουν να δίνουν προτεραιότητα στην οργάνωση και στην εκπαίδευση του προσωπικού τους, στην εφαρμογή ευέλικτου σχεδιασμού διαχείρισης των ταχυδρομικών αντικειμένων, και στην τήρηση βασικών μέτρων ασφαλείας ως προς τη διαχείριση των ταχυδρομικών αντικειμένων, απαγορεύοντας την πρόσβαση στους χώρους αυτούς σε οποιοδήποτε  ξένο πρόσωπο ή αναρμόδιο υπάλληλο.

γ) Στη μεταφορά προς και από τα Κέντρα Διαχείρισης (Διαλογής). Τα οχήματα των ταχυδρομικών Επιχειρήσεων, τα οποία μεταφέρουν ταχυδρομικά αντικείμενα πρέπει να είναι κλειστά και ασφαλισμένα, ώστε να αποτρέπονται πράξεις παραβίασης του απορρήτου.

δ) Στα σημεία επίδοσης των ταχυδρομικών αντικειμένων, στην περίπτωση που αυτά δεν επιδίνονται στα χέρια του παραλήπτη, δηλαδή δεν είναι συστημένα ή αντικείμενα ταχυμεταφορών. Οι επιστολές θα πρέπει να ρίπτονται σε γραμματοκιβώτια, εάν αυτά υπάρχουν. Σε περίπτωση μη ύπαρξης γραμματοκιβωτίων, το προσωπικό των Ταχυδρομικών Επιχειρήσεων οφείλει να εναποθέτει το αντικείμενο σε μέρος ασφαλές, ορατό για την εύρεση του από τον παραλήπτη, επιδεικνύοντας κάθε φορά την προσήκουσα,για την διασφάλιση του απορρήτου και τη μη απώλεια του αντικειμένου, επιμέλεια.

ε) Στο περιεχόμενο των ταχυδρομικών αντικειμένων και στη διασφάλιση του απορρήτου του περιεχομένου, σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα έλεγχου των αντικειμένων για λόγους προστασίας της δημόσιας ασφάλειας. Οι ταχυδρομικές επιχειρήσεις οφείλουν να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας κατά την λήψη μέτρων για την αποτροπή μεταφοράς αντικειμένων επικίνδυνων για την δημόσια υγεία και ασφάλεια, ή απαγορευμένων ουσιών, ώστε οι διενεργούμενοι έλεγχοι να μην είναι δυσανάλογα επαχθείς για το απόρρητο σε σχέση με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.        

 

Δείκτης Διασφάλισης απορρήτου και Δείκτης Ασφαλείας Ταχυδρομικών Αντικειμένων

  Οι Ταχυδρομικές Επιχειρήσεις υποχρεούνται, στο πλαίσιο της ΠΔΑΤΥ, να προσδιορίσουν τις διαδικασίες διαχείρισης των παραπόνων των χρηστών αναφορικά με την απώλεια ή παραβίαση των ταχυδρομικών αντικειμένων που διαχειρίζονται, και να ανακοινώνουν, εντός του πρώτου τριμήνου εκάστου ημερολογιακού έτους, τους  δείκτες για κάθε είδους ταχυδρομικά αντικείμενα που διαχειρίζονται.

Δ1ν είναι ο δείκτης διασφάλισης του απορρήτου και της εχεμύθειας και Δ2ν είναι ο Δείκτης  Ασφαλείας Ταχυδρομικών Αντικειμένων:

 

 Δείκτες:

Δ1ν = 0

Δ2ν = 0

Ο υπεύθυνος Ασφαλείας, όπως και το εξουσιοδοτημένο πρόσωπο  της επιχείρησης μας είναι ο Παπαδόπουλος Βασίλειος .

 

Άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας

Αίτηση για άρση του απορρήτου μπορεί να υποβάλλει μόνο δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφαλείας που επιβάλλει στην άρση.

Η αίτηση υποβάλλεται προς τον Εισαγγελέα Εφετών του τόπου της αιτούσας αρχής ή του τόπου, όπου πρόκειται να επιβληθεί η άρση. Ο Εισαγγελέας Εφετών αποφασίζει μέσα σε 24 ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου. Αν κατά την κρίση του, μέτα από εισήγηση της αιτούσας αρχής, ειδικές περιστάσεις εθνικής ασφαλείας επιβάλλουν την παράλειψη ή τη συνοπτική παράθεση ορισμένων από τα στοιχεία αυτά, γίνεται ειδική μνεία στη διάταξη

 

Άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων .

Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για την διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από: α) τα άρθρα 134,135 παρ.1,2, 135 Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 παρ. 2, 150, 151, 157 παρ.1 ,168 παρ. 1, 207, 208 παρ. 1, 264 παρ. β, γ, 265 παρ.3, 270, 272, 275 παρ. β, 291 παρ. 1, εδ. β, γ, 299, 322, 324, παρ. 2, 3, 374, 380, 385 του ποινικού κώδικα,

β) τα άρθρα 26, 27, 28, 29, 31, 32, 33, 34, 35, 39, 40, 41, 63, 64 ,76, 93 και 97 του στρατιωτικού ποινικού κώδικα,

γ) το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 2168/1993

δ) τα άρθρα 5,6,7 και 8 του ν. 1729/1987.

ε) τα άρθρα 89,90 και 93 του ν. 1165/1968.

Επίσης, επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των προπαρασκευαστικών πράξεων για το έγκλημα της παραχάραξης νομίσματος κατά το άρθρο 211 του ποινικού κώδικα.

Η άρση στις περιπτώσεις αυτές είναι επιτρεπτή μόνο αν αιτιολογημένα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορούμενου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν.

Η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοι του.

Η άρση του απορρήτου στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου επιβάλλεται με διάταξη του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών στην καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διακρίβωση του συγκεκριμένου εγκλήματος με το οποίο σχετίζεται η άρση.

Την αίτηση για την άρση υποβάλλει στο Συμβούλιο ο καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος εποπτεύει ή ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική

 εξέταση και ο ανακριτής, ο οποίος ενεργεί τακτική ανάκριση για τα πιο πάνω εγκλήματα. Το Συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε 24 ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου, με διάταξη του, στην οποία περιέχονται τα κατά την παρ.2 του άρθρου 5 στοιχεία.

 

Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας που ενεργεί την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση  και ο ανακριτής που ενεργεί την τακτική ανάκριση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής υποχρεούνται να εισαγάγουν το  ζήτημα με σχετική αίτηση τους στο Συμβούλιο μέσα σε προθεσμία τριών ημερών. Η ισχύς της διάταξης του Εισαγγελέα ή του ανακριτή για την άρση παύει αυτοδικαίως με την λήξη της τριήμερης αυτής προθεσμίας ή, αν το ζήτημα εισαχθεί εμπροθέσμως, από την έκδοση της σχετικής διάταξης του Συμβουλίου.

Στις περιπτώσεις εγκλημάτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων την άρση του απορρήτου επιβάλλει, με απόφαση του, το δικαστικό συμβούλιο του καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδίου στρατιωτικού δικαστηρίου μετά από αίτηση του ασκούντος την ποινική δίωξη ή του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση.  

 

Διαδικασία άρσης του απορρήτου

Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφαλείας σύμφωνα  με το άρθρο 3 του παρόντος νόμου περιέχει τα ακόλουθα στοιχειά:

α) το όργανο που διατάσσει την άρση

β) την δημόσια αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητούν την επιβολή της άρσης.

γ) το σκοπό της επιβολής της άρσης.

δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση.

ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και τη χρονική διάρκεια της άρσης.

στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης

Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος νόμου, περιλαμβάνει, εκτός των στοιχείων της προηγούμενης παραγράφου, και τα εξής:

α) το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και τη διεύθυνση διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστή,

β) την αιτιολογία επιβολής της άρσης

Διάταξη που απορρίπτει αίτημα άρσης του απορρήτου περιέχει μόνο:

α) το όργανο που αποφασίζει,

β) τη δημόσια αρχή που είχε ζητήσει την επιβολή της άρσης,

γ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης.

Απόσπασμα της διάταξης, που περιλαμβάνει το διατακτικό της, παραδίδεται με απόδειξη, μέσα σε κλειστό φάκελο, στις ακόλουθες αρχές:

α) στον πρόεδρο ή το διοικητικό συμβούλιο ή το γενικό διευθυντή του νομικού προσώπου στο οποίο υπάγεται το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας,

β) στον υπουργό που εποπτεύει το νομικό αυτό πρόσωπο ή κατά περίπτωση, στον υπουργό που είναι προϊστάμενος της οικείας δημόσιας υπηρεσίας, για τις επιβαλλόμενες ενέργειες του.

Αντίγραφο της διάταξης κοινοποιείται στον πρόεδρο της Επιτροπής.

 

Η σχετική αλληλογραφία είναι απόρρητη και τηρείται σε ειδικό εμπιστευτικό αρχείο, στο οποίο έχει πρόσβαση μόνο ο Πρόεδρος της Βουλής ή πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από αυτόν. Ο Πρόεδρος της Βουλής ενημερώνει τους αρχηγούς των κομμάτων.

Για την εκτέλεση της διάταξης συντάσσονται μια ή περισσότερες, κατά τις περιστάσεις, εκθέσεις από την οικεία υπηρεσία. Οι εκθέσεις υπογράφονται από το εντεταλμένο όργανο της αιτούσας αρχής και σε αυτές αναφέρονται:

α) οι ενέργειες που έγιναν για την εκτέλεση της διάταξης,

β) ο τόπος, η ημερομηνία και ο τρόπος εκτέλεσης των πιο πάνω ενεργειών,

γ) τα ονοματεπώνυμα των υπαλλήλων που τις διενέργησαν, εφόσον το κρίνει αναγκαίο το όργανο που εξέδωσε την διάταξη.

Αντίγραφα των εκθέσεων αυτών διαβιβάζονται με απόδειξη, μέσα σε κλειστό φάκελο, στην αιτούσα αρχή, στη δικαστική αρχή που εξέδωσε τη διάταξη και στον πρόεδρο της επιτροπής.

Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δυο μήνες. Παρατάσεις της διάρκειας αυτής, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίσταση , για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση οι παρατάσεις δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά  τη διάρκεια των δέκα μηνών. Το ανώτατο αυτό χρονικό όριο δεν ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άρση διατάσσεται για λόγους εθνικής ασφάλειας.      

Μετά την λήξη της διάρκειας της άρσης, ή μετά τη λήξη του επιτρεπόμενου ανώτατου χρονικού ορίου της, παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου.

Με διάταξη του οργάνου που επέβαλε την άρση μπορεί να διαταχθεί η παύση της και πριν από την πάροδο της ορισμένης διάρκειας της, αν εκπληρώθηκε ο σκοπός ή έλειψαν οι λόγοι επιβολής του μέτρου.

Μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης και υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι δεν διακινδυνεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε, μπορεί η Επιτροπή να αποφασίζει τη γνωστοποίηση της επιβολής του στους θιγόμενους.

Τα στοιχεία που είχαν συλλεγεί ή κατασχεθεί και το υλικό που εγγράφηκε ή αποτυπώθηκε σε εκτέλεση της διάταξης για την άρση του απορρήτου σε περίπτωση διακρίβωσης εγκλημάτων, σύμφωνα με το άρθρο 4, επισυνάπτονται στη δικογραφία, αν συνιστούν αποδεικτικά μέσα για την ποινική δίωξη κατά την κρίση της αρχής που εξέδωσε τη διάταξη. Διαφορετικά επιστρέφονται στον κύριο τους, εφόσον έχει αποφασισθεί η κατά το προηγούμενο εδάφιο γνωστοποίηση του μέτρου. Αν δεν συντρέχει αυτή η περίπτωση καταστρέφονται ενώπιον της αρχής που εξέδωσε η διάταξη και συντάσσεται έκθεση για την καταστροφή υποχρεωτικώς καταστρέφεται το υλικό που δεν έχει σχέση με το λόγο επιβολής του μέτρου.

Το περιεχόμενο της ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, το οποίο έγινε γνωστό λόγω της άρσης του απορρήτου, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με αυτή στοιχείο απαγορεύεται, με ποινή ακυρότητας, να χρησιμοποιηθεί και να ληφθεί υπόψη ως άμεση ή έμμεση απόδειξη σε άλλη ποινική, πολιτική, διοικητική και πειθαρχική δίκη και διοικητική διαδικασία για σκοπό διαφορετικό από εκείνον που είχε καθορισθεί με την διάταξη. Κατ΄ εξαίρεση η αρχή που εξέδωσε  τη διάταξη μπορεί, κατά την αιτιολογημένη κρίση της, να επιτρέψει με νεότερη διάταξη της να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη τα παραπάνω στοιχεία, αν χρησιμεύουν για την διακρίβωση άλλου ιδιαιτέρως

 σοβαρού εγκλήματος από αυτά που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου, καθώς και την υπεράσπιση κατηγορουμένου σε ποινική δίκη για πλημμέλημα ή κακούργημα.

Υπάλληλος της υπηρεσίας, στην οποία ανήκει το μέσο ανταπόκρισης ή επικοινωνίας για το οποίο επιβλήθηκε η άρση, αν , παρότι είναι αρμόδιος, δεν παρέχει στο εντεταλμένο όργανο πληροφορία σχετική με το περιεχόμενο της διάταξης και τεχνική ή υπηρεσιακή γενικά συνδρομή για την εκτέλεση της  τιμωρείται, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Αν ανακοινώνει σε τρίτους ή χρησιμοποιεί το περιεχόμενο

των κάθε είδους μηνυμάτων, πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση του λόγου της άρσης του απορρήτου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών.

 

Μέσα και μέθοδοι

 Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου προσδιορίζει τις συγκεκριμένες μορφές και τα στοιχεία επικοινωνίας στα οποία αναφέρεται η άρση και εξατομικεύει τα στοιχεία αυτά και δη την ταυτότητα του συνδρομητή ή χρήστη, τους αριθμούς κλήσης, τα στοιχεία μισθωμένων γραμμών και τους κωδικούς πρόσβασης σε δίκτυα δεδομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων των άρθρων 5 του Ν.2225/1994 και 12 του Ν.3115/2003.

Η εκτέλεση μιας διάταξης για άρση απορρήτου, μετά την αποστολή της από την αρμόδια αρχή στον πάροχο υπηρεσίας, πραγματοποιείται με την συνεργασία του παρόχου και της αρμόδιας αρχής, η οποία έχει και την ευθύνη.

Συγκεκριμένα:

Τα στοιχεία της επικοινωνίας, τα οποία καταγράφονται στα αρχεία του παρόχου (καλών, καλούμενος, χρόνος, εντοπισμός κ.λπ.), γνωστοποιούνται από αυτόν εγγράφως στην αρμόδια αρχή, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στο άρθρο 4.

Σε περίπτωση που ζητείται καταγραφή του περιεχομένου της επικοινωνίας για συγκεκριμένο διάστημα, αυτή πραγματοποιείται στις εγκαταστάσεις της αρμόδιας αρχής με επισύνδεση μέσω μισθωμένου κυκλώματος ή με άλλο κατάλληλο τρόπο με ταυτόχρονη διαβίβαση του περιεχομένου και των στοιχείων επικοινωνίας στην αρμόδια αυτή Αρχή.

Σε περίπτωση που τα στοιχεία της επικοινωνίας  δεν μπορούν να παραδοθούν αμέσως στην αρμόδια αρχή, αποθηκεύονται πλην του περιεχομένου, με μέριμνα του παρόχου έως ότου καταστεί δυνατή η παράδοσή τους και για διάστημα όχι μεγαλύτερο των επτά ημερών.

Ο Πάροχος υποχρεούται να μεριμνά ώστε να παρέχεται δυνατότητα πολλαπλής και ταυτόχρονης διάθεσης στα στοιχεία επικοινωνίας από περισσότερες της μιας αρμόδιας αρχής.

Η εκτέλεση της διάταξης από τον πάροχο και η διαβίβαση των στοιχείων στην αρμόδια αρχή γίνεται με τρόπο που θα εξασφαλίζεται αξιοπιστία, εγκυρότητα, ακρίβεια, ταχύτητα και ασφάλεια. Στην διαδικασία εκτέλεσης εμπλέκεται ο ελάχιστος αναγκαίος αριθμός εξουσιοδοτούμενων προσώπων.

Τα χρησιμοποιούμενα μέσα για την εκτέλεση μιας διάταξης διατίθενται από τον πάροχο υπηρεσίας, τον οποίον βαρύνει και το σχετικό κόστος.

Σε περίπτωση που για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης διάταξης απαιτείται ειδική διαδικασία ή ειδικός εξοπλισμός ή πρόσθετα στοιχεία, ο πάροχος υποχρεούται να ενημερώσει γι’ αυτά αμέσως την αρμόδια αρχή με την οποία και συνεργάζεται για την αντιμετώπιση των σχετικών προβλημάτων.

Σε περίπτωση που μια συγκεκριμένη διάταξη δεν είναι δυνατό να εφαρμοσθεί για τεχνικούς ή άλλους λόγους, ο πάροχος υπηρεσίας υποχρεούται να ενημερώσει αμέσως περί αυτού την αρμόδια αρχή και την ΑΔΑΕ με σχετικό έγγραφο στο οποίο θα πρέπει να αιτιολογείται πλήρως η αδυναμία αυτή.

Σε περίπτωση που τα διατιθέμενα ή συγκεντρούμενα στοιχεία από τον πάροχο κατά την εκτέλεση μιας διάταξης απαιτείται να υποβληθούν σε ειδική επεξεργασία ή ανάλυση, η εργασία αυτή πραγματοποιείται κατά περίπτωση από την αρμόδια αρχή ή

από τον πάροχο εφόσον ζητήσει αυτό η αρμόδια αρχή. Η επιλογή της λύσης θα γίνεται, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, μετά από συνεννόηση των εξουσιοδοτημένων προσώπων του παρόχου και της αρμόδιας αρχής.

Στην περίπτωση επιστολής ή δέματος η εκτέλεση μιας διάταξης πραγματοποιείται με την συγκρότηση τριμελούς επιτροπής αποτελούμενης από ένα εισαγγελικό λειτουργό οριζόμενο από την αντίστοιχη υπηρεσία, ένα ανακριτικό υπάλληλο που ορίζεται από τον προϊστάμενο της  αρμόδιας αρχής και ένα εξουσιοδοτημένο υπάλληλο του παρόχου υπηρεσίας.

Η σύγκλιση της επιτροπής γίνεται κατά περίπτωση με μέριμνα του παρόχου ευθύς ως του κοινοποιείται η διάταξη και για την αποσφράγιση και τα τυχόν ευρήματα συντάσσεται σχετικό πρακτικό.  

 

Υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών και δικτύων.

 

Οι πάροχοι υπηρεσιών και δικτύων επικοινωνίας υποχρεούνται να ανταποκρίνεται αμέσως σε κάθε αίτημα για άρση του απορρήτου της επικοινωνίας που τους κοινοποιείται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο παρόν.

Οι πάροχοι οφείλουν να ενημερώνουν και να συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές  για την παροχή τεχνικών πληροφοριών που αφορούν τη διασύνδεση της αρμόδιας αρχής με τον πάροχο ώστε να πραγματοποιείται η απρόσκοπτη και ακριβής εκτέλεση κάθε σχετικής διάταξης που τους κοινοποιείται.

Οι πάροχοι υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την διασφάλιση του απορρήτου κατά την εκτέλεση των διατάξεων άρσης απορρήτου που τους κοινοποιούνται.

Σε περίπτωση που για την εκτέλεση μιας διάταξης άρσης απορρήτου, που κοινοποιείται σε ένα πάροχο υπηρεσίας, απαιτείται και η συνεργασία ή συμμετοχή άλλου ή άλλων παρόχων υπηρεσιών ή δικτύων, ο πάροχος υποχρεούται να ενημερώσει  την αρμόδια αρχή και την ΑΔΑΕ και στη συνέχεια να ενεργεί σύμφωνα με τις σχετικές υποδείξεις τους.

Ο πάροχος υπηρεσίας ή δικτύου οφείλει να ενημερώνει την αρμόδια αρχή και την ΑΔΑΕ για οποιαδήποτε έκτακτο περιστατικό ή πρόβλημα που τυχόν εμφανίζεται κατά τη  διάρκεια της εκτέλεσης μιας διάταξης που του έχει αποσταλεί.

Οι πάροχοι υπηρεσιών υποχρεούνται να γνωστοποιούν στην αρμόδια αρχή τους αριθμούς κλήσης που είναι εκτός καταλόγων, εφόσον αυτοί τους ζητηθούν και να συνδράμουν αυτή με κάθε τρόπο στις περιπτώσεις των παραγράφων 2, 3, και 4 του άρθρου 5 του παρόντος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις παραγράφους αυτές. 

Σε περίπτωση που ένας πάροχος υπηρεσίας χρησιμοποιεί μεθόδους κωδικοποίησης, συμπίεσης ή κρυπτογράφησης, υποχρεούται κατά την εκτέλεση μιας διάταξης να παραδίδει ή διαβιβάζει τα ζητούμενα στοιχεία σε αποκωδικοποιημένη μορφή.

 

Οι πάροχοι υπηρεσιών οφείλουν να επιλέγουν ως «εξουσιοδοτημένο πρόσωπο» υπάλληλο που παρέχει πλήρη εγγύηση όχι μόνο από πλευράς τεχνικών γνώσεων αλλά και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου. Δεν ορίζεται ως εξουσιοδοτημένο όποιος έχει καταδικασθεί για οποιοδήποτε κακούργημα ή πλημμέλημα σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών ή εκκρεμεί σε βάρος του ποινική δίωξη για κακούργημα ή αδίκημα σχετιζόμενο με τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τα στοιχεία των προσώπων αυτών γνωστοποιούνται στην ΑΔΑΕ, εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Επίσης στην ίδια Αρχή γνωστοποιείται και κάθε αλλαγή που επέρχεται ως προς τα πρόσωπα αυτά.

Οι πάροχοι υποχρεούνται:

α) Να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές μία ή περισσότερες διεπαφές από τις οποίες ζητούμενα στοιχεία επικοινωνίας θα μπορούν να διαβιβαστούν στις εγκαταστάσεις   

παρακολούθησης.

β) Να διαβιβάσουν στις αρμόδιες αρχές το περιεχόμενο της επικοινωνίας και τα στοιχεία της κατά το χρόνο που αυτή διεξάγεται καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο.

γ) Να παρέχουν πληροφορίες ή και βοήθεια στις αρμόδιες αρχές προκειμένου αυτές να βεβαιωθούν ότι τα στοιχεία επικοινωνίας που φθάνουν στην διεπαφή διασύνδεσης είναι αυτά που συνδέονται με τον στόχο.

δ) Να διατηρούν την αξιοπιστία του συστήματος διασύνδεσης σε τουλάχιστον εφάμιλλο επίπεδο αξιοπιστίας με αυτό των παρεχομένων υπηρεσιών στον συνδρομητή ή χρήστη.   

 

Πολιτική Διασφάλισης της Εχεμύθειας

 

Οι  Ταχυδρομικές Επιχειρήσεις  διασφαλίζουν την επαγγελματική εχεμύθεια σε σχέση με την διαχείριση των ταχυδρομικών αντικειμένων ή την συναλλαγή τους με τους χρήστες. Για το σκοπό αυτό, κάθε Ταχυδρομική   Επιχείρηση μεριμνά για την εκπόνηση και την εφαρμογή Πολιτικής Διασφάλισης της Εχεμύθειας κατά την παροχή των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών.

Οι Υπάλληλοι των Ταχυδρομικών Επιχειρήσεων και τα λοιπά πρόσωπα που συνεργάζονται με αυτές δυνάμει οποιασδήποτε έννομης σχέσης για την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών, οφείλουν να μην ανακοινώνουν σε τρίτους πληροφορίες σχετικά με:

α. Το περιεχόμενο και τον τρόπο αποστολής των ταχυδρομικών αντικειμένων

β. Τα στοιχεία αποστολέα και παραλήπτη των ταχυδρομικών αντικειμένων

γ. Τα στοιχεία (όνομα, δ/νση) προσώπων που πραγματοποίησαν συναλλαγή με   Ταχυδρομικές Επιχειρήσεις

δ. Το γεγονός της αποστολής ή της παραλαβής ενός ταχυδρομικού αντικειμένου

ε. Τον τρόπο αποστολής  (απλή ή συστημένη επιστολή)

στ. Τις Ταχυδρομικές σχέσεις προσώπων ή επιχειρήσεων

ζ. To όνομα του αποστολέα, για τα συστημένα αντικείμενα τα οποία, όταν παραδίδονται στις Ταχυδρομικές Επιχειρήσεις, δεν φέρουν το όνομα του αποστολέα. Σε σχέση με την υποχρέωση αυτή ως τρίτος θεωρείται και ο παραλήπτης του αντικειμένου.

Η εχεμύθεια παραβιάζεται και όταν η ανακοίνωση των ανωτέρω πληροφοριών γίνεται όχι μόνο σε τρίτα πρόσωπα, αλλά και σε προσωπικό της ταχυδρομικής

επιχείρησης που δεν έχει την ευθύνη της διαχείρισης των συγκεκριμένων αντικειμένων. 

Οι Ταχυδρομικές Επιχειρήσεις υποχρεούνται να περιλαμβάνουν ρητό όρο αναφορικά με την διασφάλιση του απορρήτου και της επαγγελματικής εχεμύθειας στις συμβάσεις με τους υπαλλήλους τους ή με άλλα πρόσωπα με τα οποία συνεργάζονται για την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών.